- κυνηγικός
- κυνηγικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυνηγικός — κυνηγικός, ή, όν (AM) [κυνηγός] πάπ. αυτός που έχει σχέση με το κυνήγι ή είναι πρόσφορος γι αυτό («κυνηγικοὶ τόποι») … Dictionary of Greek
κυνηγικῆς — κυνηγικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγικῇ — κυνηγικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγικήν — κυνηγικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)